Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θλάττω — (Α) μτγν. τ. τού θλω* … Dictionary of Greek
συνθλάσσω — ΜΑ, και αττ. τ. συνθλάττω Α συντρίβω κάτι με συμπίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλάττω, μτγν. τ. τού θλῶ «σπάζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek